- θρεπτήριον
- θρεπτήριοςfeedingmasc/fem acc sgθρεπτήριοςfeedingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CUREOTIS — tertius dies Apaturiorum, sic dictus παρὰ τῆς κουρᾶς ἢ τῶ κούρων, a tonsura, aut a pueris. Nam a parentibus pueri ad Tribules adducebantur, ibique tondebantur, ac Sodalitatibus, sive tribubus adscribebantur. Quod respondet, opinor, Romanorum mori … Hofmann J. Lexicon universale
θρεπτήριος — θρεπτήριος, ον (ΑΜ) [θρεπτήρ] μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ θρεπτήριον τόπος διατροφής και ανατροφής αρχ. 1. ικανός και κατάλληλος να τρέφει, θρεπτικός 2. αυτός που έχει τραφεί, αυτός που έχει ανατραφεί 3. τα προς το ζην, η τροφή 4. (το ουδ. πληθ. ως… … Dictionary of Greek